ἀποσφραγίζω
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
A seal up, Plu.Alex.2 (Pass.):—Med., E.Or.1108, Theopomp.Hist.265. II unseal, D.L.4.59.
German (Pape)
[Seite 329] ion. -σφρηγίζω, 1) versiegeln (Hesych. ἀποκεκλεῖσθαι), Eur. Or. 1108 im med.; Plut. Alex. 2. – 2) entsiegeln?
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσφρᾱγίζω: Ἰων. -σφρηγίζω: μέλλ. Ἀττ. ῐῶ: ― σφραγίζω, κλείω διὰ σφραγῖδος ἐν τῷ παθ., οὐδὲν ἀποσφραγίζεσθαι τῶν κενῶν Πλουτ. Ἀλεξ. 2: ― προσέτι ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Εὐρ. Ὀρ. 1108, Ἀθήν. 34Α. ΙΙ. λύω τὴν σφραγῖδα, ἀνοίγω, «ξεσφραγίζω», ἀπεσφράγιζε καὶ ὅσα ἐβούλετο ἐβάσταζεν Διογ. Λ. 4. 59.
French (Bailly abrégé)
f. ἀποσφραγίσω, att. ἀποσφραγιῶ;
cacheter, sceller.
Étymologie: ἀπό, σφραγίζω.
Spanish (DGE)
(ἀποσφρᾱγίζω) • Alolema(s): -σφρηγ- Nonn.D.15.79
1 sellar, cerrar con un sello τὸν τόπον BGU 34.3.21 (IV d.C.), cf. en v. pas., Plu.Alex.2
•en v. med. mismo sent. λέβητας τρεῖς ... ἀποσφραγίζονται Theopomp.Hist.277, τὰς κλεῖς ... ἀποσφραγισάμενος Plu.2.784e, cf. E.Or.1108.
2 quitar el sello, abrir τὰ θεραπόντια D.L.4.59
•en v. med. quitarse μίτρην Nonn.l.c.
Greek Monolingual
(AM ἀποσφραγίζω)
ανοίγω κάτι σφραγισμένο, ξεσφραγίζω
νεοελλ.
ανοίγω έγγραφο, επιστολή
μσν.
σφραγίζω, κλείνω με τη σφραγίδα (=το σημείο του Σταυρού)
αρχ.
κλείνω καλά με σφραγίδα, σφραγίζω καλά.