ἀποφοιβάζω

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποφοιβάζω Medium diacritics: ἀποφοιβάζω Low diacritics: αποφοιβάζω Capitals: ΑΠΟΦΟΙΒΑΖΩ
Transliteration A: apophoibázō Transliteration B: apophoibazō Transliteration C: apofoivazo Beta Code: a)pofoiba/zw

English (LSJ)

   A utter by inspiration, ποιήματα ὥσπερ ἀ. Str.14.5.15; foretell, τὰ μέλλοντα D.S.34.2; τὸν λόγον Id.31.10; ταῦτα περὶ τοῦ μέλλοντος ἀποπεφοίβακεν Plb.29.21.7.

German (Pape)

[Seite 335] 1) reinigen, erhellen, Suid. – 2) wahrsagen, Strab. 14 p. 675.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποφοιβάζω: χρησμῳδῶ, μαντεύομαι, ταῦτα Δημήτριος, ὡσανεὶ θείῳ τινὶ στόματι περὶ τοῦ μέλλοντος ἀποπεφοίβακεν Πολύβ. 29. 6, 4· προφέρω, ἀπαγγέλλω μετ’ ἐμπνεύσεως, ὁ Διογένης ποιήματα ὥσπερ ἀπεφοίβαζε Στράβ. 675.

Spanish (DGE)

1 componer inspiradamente ποιήματα Str.14.5.15, λόγον D.S.31.10.
2 predecir τὰ μέλλοντα D.S.34.2, cf. Plb.29.21.7, χρησμούς Sch.Theoc.15.63
abs. ὑπό τινι θειοτέρᾳ ἐπιπνοίᾳ ἀποφοιβάσαι Gr.Thaum.Pan.Or.5.62.

Greek Monolingual

ἀποφοιβάζω (AM) φοιβάζω
1. απαγγέλλω χρησμούς, χρησμοδοτώ
2. απαγγέλλω με στόμφο.