άρπη

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25

Greek Monolingual

ἅρπη, η (Α)
1. όνομα πτηνού
2. δρεπάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. παρουσιάζει φωνητική αναλογία με το αρχ. σλαβ. srŭpŭ και το λεττ. sirpis «δρεπάνι», συγγενεύει δε πιθ. με τα λατ. sarpio και sarpo, sarpere «κλαδεύω» και το αρχ. άνω γερμ. sarf «κοφτερός, τραχύς». Ο όρος δεν δικαιολογείται ως δάνειο ανατολικής προελεύσεως, ενώ είναι δυνατόν να έχει κοινή καταγωγή με την οικογ. του αρπάζω. Στον Όμηρο και τον Αριστοτέλη η λ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει όνομα υδρόβιου πτηνού, ενώ στη σημασία της ως «δρεπάνι», που απαντά στον Ησίοδο και τον Σοφοκλή, αντικαταστάθηκε από τη λ. δρέπανον.