ἀσκωλιασμός

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκωλιασμός Medium diacritics: ἀσκωλιασμός Low diacritics: ασκωλιασμός Capitals: ΑΣΚΩΛΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: askōliasmós Transliteration B: askōliasmos Transliteration C: askoliasmos Beta Code: a)skwliasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A leaping on greased wineskins, Poll.9.21.

German (Pape)

[Seite 372] ὁ, das Tanzen u. Springen auf einem Beine, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκωλιασμός: ὁ, «ὁ δ’ ἀσκωλιασμὸς τοῦ ἑτέρου ποδὸς αἰωρουμένου κατὰ μόνου τοῦ ἑταίρου πηδᾶν ἐποίει, ὅπερ ἀσκωλιάζειν ὠνόμαζον, ἤτοι εἰς μῆκος ἡμιλλῶντο, ἢ ὁ μὲν ἐδίωκεν οὕτως, οἱ δ’ ὑπέφευγον ἐπ’ ἀμφοῖν θέοντες, ἕως τινὸς τῷ φερομένῳ ποδὶ ὁ διώκων δυνηθῇ τυχεῖν, ἢ καὶ πάντες ἐπήδων ἀριθμοῦντες τὰ πηδήματα· προσέκειτο γὰρ τῷ πλήθει τὸ νικᾶν = Πολυδ. Θ΄, 121. Ἡ παιδιὰ αὕτη σήμερον ὀνομᾴζεται «κουτσαλωνάκι».

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
concurso de salto a la pata coja sobre odres engrasados en fiestas dionisiacas, Poll.9.121, Sud.

Greek Monolingual

ἀσκωλιασμός, ο (Α) ασκωλιάζω
το πήδημα επάνω σε ασκί.