αὐτουργία

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτουργία Medium diacritics: αὐτουργία Low diacritics: αυτουργία Capitals: ΑΥΤΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: autourgía Transliteration B: autourgia Transliteration C: aftourgia Beta Code: au)tourgi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A working on oneself, i. e. self-murder or murder of kin, A.Eu.336 (lyr., pl.).    II personal labour, opp. slave-labour, Plb.4.21.1, Plu.Cat.Ma.1, Porph.Marc.34.    2 farming oneself, PLips.97 xxvii 10 (iv A. D.).    III experience, Plb.9.14.4.

German (Pape)

[Seite 403] ἡ, das Selbstthun; Selbstmord, Aesch. Eum. 322; eigene Erfahrung, Pol. 9, 14; eigene Anstrengung, ohne Diener, 4, 21; Plut. Coriol. 24.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτουργία: ἡ, τὸ πράττειν τι ἰδίαις χερσίν, αὐτοκτονία ἢ τὸ κτείνειν συγγενῆ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 336. ΙΙ. ἡ προσωπικὴ ἐργασία κατ' ἀντίθεσιν πρὸς τὴν γινομένην διὰ τῶν δούλων, Πολύβ. 4. 21, 1, Πλουτ. Κάτ. Πρεσβ. 1. ΙΙΙ. πεῖρα, Πολύβ. 9. 14, 4.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 travail qu’on fait soi-même, travail personnel;
2 meurtre sur soi-même ou sur les siens.
Étymologie: αὐτουργός.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
I crimen dentro de la propia familia A.Eu.336.
II 1trabajo personal op. al trabajo de los esclavos, Plb.4.21.1, Plu.Cat.Ma.1, Porph.Marc.35, POxy.1734.13 (II/III d.C.), εἰς τὴν αὐτουργίαν PWash.Univ.18.29 (III d.C.), τὴν τιμὴν ἀπεῖναι τῆς αὐτουργίας Philostr.Ep.7, μαρτύριον τῆς αὐτουργίας Eus.HE 3.20.3, καὶ ἄλλα τοιαῦτα ἐποίει δι' αὐτουργίας Numen.26.6.
2 experiencia personal, práctica Plb.9.14.4, ἐν αὐτουργίᾳ τῶν πολεμικῶν Philostr.Her.38.4
actividad τὸ ἀδύνατον εἶναι τὴν γενητὴν φύσιν μετασχεῖν τῆς τοῦ θεοῦ αὐτουργίας Ath.Al.M.26.201B.

Greek Monolingual

η (AM αὐτουργία) αυτουργός
νεοελλ.
1. η ενέργεια ή παράλειψη κάποιου με την οποία πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος
2. φρ. «ηθική αυτουργία» — η παρακίνηση, η παρότρυνση που ώθησε τον δράστη να γίνει αυτουργός του αδικήματος
(αρχ.μσν.) το να εργάζεται κανείς προσωπικά στα κτήματά του, αυτοκαλλιέργεια
αρχ.
πείρα.