αὐτοπαθής

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοπᾰθής Medium diacritics: αὐτοπαθής Low diacritics: αυτοπαθής Capitals: ΑΥΤΟΠΑΘΗΣ
Transliteration A: autopathḗs Transliteration B: autopathēs Transliteration C: aftopathis Beta Code: au)topaqh/s

English (LSJ)

ές,

   A speaking from one's own feeling or experience. Adv. -θῶς Plb.3.12.1, Plu.Cat.Mi.54; instinctively, αὐ. φεύγομεν τὴν ἀλγηδόνα Epicur.Fr.66, etc.    II Gramm., of pronouns, reflexive, opp. ἀλλοπαθεῖς, A.D.Pron.44.11; of verbs, opp. μεταβατικά, Synt. 281.15.

German (Pape)

[Seite 399] ές (παθεῖν), bei den Gramm. Nomina, Pronomina u. Verba, die die Handlung nicht auf Andere übertragen, sondern auf sich selbst, reflexiva, Ggstz ἀλλοπαθής Apollon. de synt. p. 175; auch αὐτοπαθητικός. – Adv. αὐτοπαθῶς, nach eigener Erfahrung u. Ueberzeugung, Pol. 3, 12. 8, 19; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοπᾰθής: -ές, αὐτὸς λαβὼν πεῖραν πράγματός τινος. ― Ἐπίρρ. -θως, ἐξ αὐτοπαθείας, ἐξ ἰδίας πείρας, Πολύβ. 3. 12, 1, κτλ. ΙΙ. παρὰ γραμμ., αὐτοπαθῆ εἶναι ὀνόματα, ἀντωνυμίαι καὶ ῥήματα, ἅτινα ἀντανακλῶσι τὴν ἐνέργειαν εἰς ἑαυτά, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἀλλοπαθῆ ἤ μεταβατικά, Ἀπολλών. π. Ἀντων. 56Α, Bachm. Ἀνέκδ. 2. 302.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
t. de gramm. réfléchi ou intransitif, p. opp. à ἀλλοπαθής ou μεταβατικός.
Étymologie: αὐτός, πάθος.

Spanish (DGE)

(αὐτοπᾰθής) -ές
I 1que se atormenta a sí mismo Φθόνος Nonn.D.8.37.
2 gram. reflexivo de pron. op. ἀλλοπαθής A.D.Pron.44.11
intransitivo del verbo, op. μεταβατικά A.D.Synt.281.15, op. ἐνεργητικά Choerob.2.19.15.
II adv. -ῶς
1 por propia experiencia αὐ. εἰρῆσθαι Plb.3.12.1, διελθεῖν αὐ. Plu.Cat.Mi.54.
2 resignadamente αὐ. ὑπομένειν τοὺς ἐλέγχους Plb.8.17.7.
3 instintivamente αὐ. φεύγειν τὴν ἀλγηδόνα Epicur.[1] 137.
4 gram. intransitivamente Eust.398.36, 966.23.

Greek Monolingual

-ές (Α αὐτοπαθής, -ές)
(κυρίως για ρήματα και αντωνυμίες) αυτός που δηλώνει ότι η ενέργεια του υποκειμένου επιστρέφει στο ίδιο το υποκείμενο
αρχ.
Ι. αυτός που μιλά εξ ιδίας πείρας
II. επίρρ. αὐτοπαθῶς
ενστικτωδώς, αυθόρμητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -παθής < (θ.) παθ-, έπαθον (αόρ. β' του πάσχω)].