αχαμνός
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ ἀχαμνός, -ή, -όν)
1. πλαδαρός, μαλακός
2. χαλαρός
3. ασθενικός, αδύνατος
4. αδύνατος, ισχνός
5. άρρωστος
6. βλαβερός
7. (για λόγια) ασθενικός, σιγανός
νεοελλ.
Ι. φρ. «το αχαμνό μέρος» — γυναίκα ή ανύπαντρη κόρη που χρειάζεται προστασία
II. το ουδ. ως ουσ.
1. ατύχημα, κακό
2. πληθ. α) οι όρχεις
β) η βουβωνική χώρα
III. (το ουδ. ως επίρρ.) αχαμνά
1. χωρίς ένταση, ασθενικά
2. χαλαρά
3. φρ. «είμαι...» ή «βρίσκομαι αχαμνά» — είμαι άρρωστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- (προθεματικό) +χαμνός < χαυνός < χαύνος «πλαδαρός, μαλακός». Για την τροπή του συμπλέγματος -υν- (λίγο) (=βν) σε -μν- πρβλ. ελαύνω-λάμνω, εύνοστος-έμνοστος].