βαρυγγωμώ

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht

Menander, Monostichoi, 352

Greek Monolingual

(-άω) και βαργωμάω και βαρυγγωμίζω και βαρυγνωμάω
1. είμαι βαρύθυμος, δυσανασχετώ
2. είμαι δυσαρεστημένος ή οργισμένος εναντίον κάποιου που με αδίκησε (συνήθως πεθαμένου)
3. καταριέμαι
4. (για άρρωστο) χειροτερεύω
5. (η μτχ. παθ. παρακμ.) βαργωμισμένος
α) δύσθυμος, σκυθρωπός
β) θηλ. η έγκυος.
[ΕΤΥΜΟΛ. βαρύγνωμος > βαρυγνωμώ > βαρυγγωμώ και βαρύγνωμος > βαρυγνωμώ > βαρογνωμώ > βαρυγνωμώ > βαργωμώ, με ανομοιωτική αποβολή του -ν- προ του –μ- κατά τη συμπλοκή των συμφώνων -ργν- και -μ-].