βαρυγγωμώ
From LSJ
Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
Greek Monolingual
(-άω) και βαργωμάω και βαρυγγωμίζω και βαρυγνωμάω
1. είμαι βαρύθυμος, δυσανασχετώ
2. είμαι δυσαρεστημένος ή οργισμένος εναντίον κάποιου που με αδίκησε (συνήθως πεθαμένου)
3. καταριέμαι
4. (για άρρωστο) χειροτερεύω
5. (η μτχ. παθ. παρακμ.) βαργωμισμένος
α) δύσθυμος, σκυθρωπός
β) θηλ. η έγκυος.
[ΕΤΥΜΟΛ. βαρύγνωμος > βαρυγνωμώ > βαρυγγωμώ και βαρύγνωμος > βαρυγνωμώ > βαρογνωμώ > βαρυγνωμώ > βαργωμώ, με ανομοιωτική αποβολή του -ν- προ του –μ- κατά τη συμπλοκή των συμφώνων -ργν- και -μ-].