βιοτικός

From LSJ
Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts

Source

German (Pape)

[Seite 446] zum Leben gehörig, Schol. Soph. O. R. 33, richtiger βιωτικός.

Greek (Liddell-Scott)

βιοτικός: -ή, -όν, ὁ πρὸς ζωὴν κατάλληλος, ζωηρός, β. τὴν διάνοιαν καὶ εὐμήχανος = βιομήχανος, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 17, 2· κατὰ τὸν Φρύν. 354 (ὅστις ἀποδοκιμάζει τὴν λέξιν) = χρήσιμος ἐν τῷ βίῳ. ΙΙ. ὁ κατάλληλος ἢ ἀνήκων εἰς τὴν ζωήν, Πολύβ. 4. 73, 8, κτλ.· χρεία β. Διόδ. 2. 29· ἡ -κὴ (ἐξυπακ. τέχνη), Μ. Ἀντων. 7. 61· τὰ β., ἀντιτίθενται πρὸς τὰ φιλοσοφικὰ ἀντικείμενα, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 15· ἢ πρὸς ὑποθέσεις θρησκευτικάς, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 34, κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς κατὰ τὸν τρόπον τῆς κοινῆς ζωῆς, Διον. Θρᾷξ ἐν Α. Β. 629. 2) παρ’ Ἐκκλ., κοσμικός, ἐγκόσμιος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ μοναστικὸν καὶ «θρησκευτικόν», ἴδε Bingham 1. 5, 5. ― Ἡ ἐκφορὰ βιωτικός, πλημμελής.

Spanish (DGE)

v. βιωτικός.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM βιοτικός, -ή, -όν) βίοτος ή βιοτή
1. ο σχετικός με τις ανθρώπινες φροντίδες για τις υλικές ανάγκες της ζωής
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα βιοτικά
α) τα υλικά αγαθά που είναι αναγκαία για τη ζωή
β) τα εγκόσμια, σε αντίθεση με την πνευματική ζωή
νεοελλ.
φρ.
1. «βιοτικό δυναμικό» — η μέγιστη αναπαραγωγική ικανότητα ενός οργανισμού κάτω από άριστες συνθήκες περιβάλλοντος
2. «βιοτικό επίπεδο» — όρος που περιγράφει τις συνθήκες διαβίωσης ατόμου ή συνόλου ατόμων ως προς την κατά κεφαλήν κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών
αρχ.
ο επιδέξιος στην απόκτηση των απαραίτητων για τη ζωή.