γκρεμίζω
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
Greek Monolingual
και γκρεμνίζω (AM κρημνίζω) κρημνός
ρίχνω κάποιον από γκρεμό, από ψηλό σημείο κάτω
μσν.- νεοελλ.
1. οδηγώ κάποιον σε ηθική κατάπτωση
2. πέφτω
νεοελλ.
Ι. 1. ρίχνω κάποιον στη δυστυχία
2. (για μονάρχη) εκθρονίζω, ανατρέπω
3. ταπεινώνω
4. καταστρέφω
5. θανατώνω
II. γκρεμίζομαι
1. πέφτω από ψηλά
2. (για βράχο) κυλάω προς τα κάτω
3. (προστ.) γκρεμίσου
τσακίσου (για να διώξουμε βίαια κάποιον ή να του επιβάλλουμε να κάνει κάτι που δεν θέλει).