Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γλωσσίδι

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque

Greek Monolingual

και γλωσσίδιο, το (AM γλωσσίδιον και γλωττίδιον)
1. μικρή γλώσσα
2. οποιαδήποτε προεξοχή σε σχήμα γλώσσας
νεοελλ.
1. η επιγλωττίδα του στόματος
2. η κλειτορίδα
3. διακοσμητικό μοτίβο, κυρίως σε κοφτά κεντήματα
4. το πλήκτρο της καμπάνας
5. η βελόνα, ο δείκτης της ζυγαριάς
6. προεξοχή σανίδας η οποία εφαρμόζει σε αντίστοιχη εγκοπή άλλης
7. η προεξοχή του κλειδιού που εφαρμόζει στην κλειδαριά
8. φυλλοειδής ή τριχοειδής απόφυση σε ορισμένα φυτά
9. τμήμα τών στοματικών οργάνων τών Εντόμων
10. (ουδ. πληθ.) ταπενταστομώδη, υποσυνομοταξία τών Αρθρόποδων.