δαιμονίζω

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25

Greek Monolingual

(μέσ., δαιμονίζομαι) (AM δαιμονίζομαι) δαίμων
Ι. δαιμονίζω
νεοελλ.
κάνω κάποιον να δαιμονιστεί, ερεθίζω, τρελαίνω
II. δαιμονίζομαι
κατέχομαι από δαίμονα, από πονηρό πνεύμα
μσν.- νεοελλ.
1. πάσχω από επιληψία
2. εξοργίζομαι, γίνομαι έξω φρενών
3. παραφρονώ, χάνω το μυαλό μου
νεοελλ.
προσπαθώ με μανία να πετύχω κάτι
III. (η μτχ. παθ. παρακμ.) δαιμονισμένος, -η, -ο
νεοελλ.
1. αυτός που έχει κυριευθεί από πονηρό πνεύμα
2. παράφρονας, τρελός
3. έξυπνος ή ικανός σαν δαίμονας, τετραπέρατος.