δαιμονίζω
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
Greek Monolingual
(μέσ., δαιμονίζομαι) (AM δαιμονίζομαι) δαίμων
Ι. δαιμονίζω
νεοελλ.
κάνω κάποιον να δαιμονιστεί, ερεθίζω, τρελαίνω
II. δαιμονίζομαι
κατέχομαι από δαίμονα, από πονηρό πνεύμα
μσν.- νεοελλ.
1. πάσχω από επιληψία
2. εξοργίζομαι, γίνομαι έξω φρενών
3. παραφρονώ, χάνω το μυαλό μου
νεοελλ.
προσπαθώ με μανία να πετύχω κάτι
III. (η μτχ. παθ. παρακμ.) δαιμονισμένος, -η, -ο
νεοελλ.
1. αυτός που έχει κυριευθεί από πονηρό πνεύμα
2. παράφρονας, τρελός
3. έξυπνος ή ικανός σαν δαίμονας, τετραπέρατος.