διίσταμαι

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

Greek Monolingual

(AM διίστημι, Α και διίσταμαι) ίστημι
1. στέκομαι χωριστά, διαχωρίζομαι, διαιρούμαι
2. διαφωνώ, φιλονικώ
μσν.
κάνω κάποιον να σταθεί στα πόδια του, να αναρρώσει
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. τοποθετώ χωριστά, διαιρώ, διαχωρίζω
2. διακρίνω, διαστέλλω
3. εμφυσώ, φουσκώνω
II. (ενεργ. αμτβ.)
1. σταματώ
2. μετακινώ
III. (συν. παθ.)
1. στέκομαι με ανοιχτά πόδια
2. διαχωρίζομαι μετά τη μάχη
3. (για στρατό) αποσύρομαι
4. είμαι διαφορετικός
5. στέκομαι σε διαστήματα
6. αποσύρομαι στην περιοχή μου, συμβιβάζομαι
IV. (μέσ. συχνά ως μτβ.)
1. διαχωρίζω, αποχωρίζω
2. αντιπαραβάλλω
3. (για αράχνη) εξαπλώνω, επεκτείνω.