διᾴττω
From LSJ
Ἒστιν ὃ μὲν χείρων, ὃ δ' ἀμείνων ἔργον ἕκαστον· οὐδεὶς δ' ἀνθρώπων αὐτὸς ἅπαντα σοφός. (Theognis 901f.) → One is worse, the other better at each deed, but no man is wise in all things.
English (LSJ)
A v. διαΐσσω.
Greek (Liddell-Scott)
διᾴττω: ἴδε ἐν λ. διαΐσσω.
French (Bailly abrégé)
v. διαΐσσω.
Greek Monolingual
διᾴττω (Α) αΐσω
διαΐσσω, εκτινάσσομαι, αναπηδώ
Greek Monolingual
διαττῶ (-άω) (Α)
κοσκινίζω καλά, ψιλοκοσκινίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. (δια-) ττάω ανάγεται σε τ. τFαyω < ΙΕ tuā- «κοσκινίζω» (πρβλ. αρχ. ινδ. titau- «κόσκινο» λιθ. tvoju «μάχομαι», αν και σημασιολογικώς διαφορετικό από το ελλ. διαττάω)].