δόλωμα
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
English (LSJ)
ατος, τό,
A trick, deceit, A.Ch.1003; stratagem, ruse, Aen. Tact.8.2 (pl.).
German (Pape)
[Seite 655] τό, List, Betrug, Aesch. Ch. 997 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δόλωμα: τό, τέχνασμα, δόλος, Αἰσχύλ. Χο. 1003.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
piège, ruse.
Étymologie: δολόω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
trampa, estratagema τῷδε ... δολώματι πολλοὺς ἀναιρῶν A.Ch.1003, χρὴ κατασκευάζεσθαι δολώματα τοῖς ἀποβαίνουσι Aen.Tact.8.2.
Greek Monolingual
το (AM δόλωμα)
κάθε μέσο ή τέχνασμα που έχει σκοπό την εξαπάτηση
(«δεν έπιασε το δόλωμα»)
νεοελλ.
1. ο δελεασμός
2. νοθεία
3. (ειδ.) κομμάτι τροφής που στερεώνεται σε παγίδα ή αγκίστρι για να τραβήξει την προσοχή του θύματος, δέλεαρ
αρχ.
στρατήγημα, πανουργία.