κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → it's better to keep silence than to speak without reason (Menander)
ο και ειδήμων, ο, η (Α εἰδήμων, -ον)
αυτός που έχει γνώση, έμπειρος, γνώστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη σχηματισμένη από την απαθή βαθμίδα της ρίζας weid- «γνωρίζω», η οποία εμφανίζεται στον παρακμ. οίδα].