εκδέχομαι
Greek Monolingual
ἐκδέχομαι (AM)
1. δέχομαι κάτι που μού προσφέρεται, παραλαμβάνω
2. αναλαμβάνω βάρος ή ευθύνη, παίρνω επάνω μου
αρχ.
1. (για διάδοχο) αναλαμβάνω τη θέση άλλου, διαδέχομαι
2. (για λόγο) παίρνω τον λόγο αμέσως μετά από κάποιον άλλο
3. αναμένω, προσδοκώ
4. αντιλαμβάνομαι, θεωρώ
5. υποδέχομαι, φιλοξενώ
6. (για γεγονότα) περιμένω, αναμένω
7. (για γειτονικές χώρες) συνορεύω
8. αρχιτ. υποστηρίζω, βαστάζω
9. περιλαμβάνω
10. υπερασπίζω, προστατεύω.