εκκενώνω

From LSJ
Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209

Greek Monolingual

(AM ἐκκενῶ, -όω
Α και ἐκκεινῶ, -όω)
αδειάζω, εγκαταλείπω («εκκενώθη η αίθουσα, η δεξαμενή»)
νεοελλ.
1. (για στρατεύματα) αποχωρώ, αποσύρομαι
(«διατάχθηκαν να εκκενώσουν την Ήπειρο»)
2. φρ. «εκκενώνω όπλο»
α) πυροβολώ
β) αφαιρώ τή γόμωσή του
αρχ.
1. αδειάζω, αφήνω έρημο («ἄστυ Σούσων ἐξεκείνωσεν»)
2. (για ξίφος) βγάζω από τη θήκη, γυμνώνω
3. απομακρύνω κάτι για να το καθαρίσω.