ἐκκρουστικός

From LSJ
Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκρουστικός Medium diacritics: ἐκκρουστικός Low diacritics: εκκρουστικός Capitals: ΕΚΚΡΟΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ekkroustikós Transliteration B: ekkroustikos Transliteration C: ekkroustikos Beta Code: e)kkroustiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fitted for expelling, τοῦ ἐλέου Arist.Rh.1386a22 ; τοῦ λόγου Arr.Epict.2.18.29.

German (Pape)

[Seite 765] ή, όν, zum Herausstoßen geeignet, verdrängend, ἐλέου Arist. rhet. 2, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκρουστικός: -ή, -όν, ἀποκρουστικός, κατάλληλος πρὸς ἀπόκρουσιν, ἀποδίωξιν, τοῦ ἐλέου Ἀριστ. Ρητ. 2. 8, 12· τοῦ λόγου Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 18, 29.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à chasser, à repousser.
Étymologie: ἐκκρούω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que rechaza, incompatible τὸ γὰρ δεινὸν ... ἐκκρουστικὸν τοῦ ἐλέου Arist.Rh.1386a23, φαντασίαι ... ἐκκρουστικαὶ τοῦ λόγου Arr.Epict.2.18.29.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐκρουστικός, -ή, -όν)
αυτός που συντελεί σε έκκρουση, σε απώθηση.