δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
η (AM ἔκχυσις)
χύσιμο προς τα έξω, ξεχύσιμο
νεοελλ.
1. εκροή, έκρυση, εκβολή (ποταμού)
2. μτφ. διάχυση, περιπαθής εκδήλωση
μσν.
(για ευεργέτημα) προσφορά, παροχή
αρχ.
1. χύσιμο αίματος
2. οχετός
3. (για πύον) διάχυση.