ἐλαφρύνω
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
A make light, lighten, πόλεμον Jul.Or.1.1Sc, cf. Babr.111.6 (Pass.), Aq.Jb.39.34 (40.4). 2 relieve, ἀνίας Eus.Mynd.1; κεφαλήν Ruf. ap. Orib.8.47 (b).1:—Pass., ἐλαφρυνθήσεται τοῦ ὄγκου Hippiatr.126. b relieve of fiscal burdens, ἑαυτὸν ἐ. τῆς συντελείας Just.Nov.43.1.2:— Pass., ibid.
German (Pape)
[Seite 792] leicht machen, erleichtern, Sp., wie Charit. 6, 6, ἑαυτὸν τῆς διακονίας.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαφρύνω: καθιστῶ ἐλαφρόν, ἐλαφρύνω, Βαρβ. 111. 6, ἐν τῷ παθ.
French (Bailly abrégé)
alléger.
Étymologie: ἐλαφρός.
Spanish (DGE)
I tr.
1 aligerar ἐλαφρύνοντος τοῦ δαιμονίου τὸ βάρος D.Chr.13.3
•aligerar, despejar τόν τε θώρακα τήν τε κεφαλήν Ruf. en Orib.8.47.8
•fig. hacer ligero o fácil c. ac. σοὶ ... πόλεμον Iul.Or.1.18c
•fig. aliviar c. ac. ἐλαφρύνοιμι ... ἀκεσίμῳ λόγῳ τὰς ἀνίας Eus.Mynd.1.
2 aliviar, aligerar de cargas fiscales, deudas y otras obligaciones ἑαυτὸν ἐλαφρύνειν τῆς συντελείας Iust.Nou.43.1.2, en v. pas. ἐλαφρυνθῆναι τῶν χρεῶν PGen.14.22 (VI/VII d.C.)
•abs., crist. ἐν τῇ ἀφέσει ἐλαφρύνειν aliviar con el perdón, Const.App.2.18.7, cf. Epiph.Const.Haer.42.12.3.
II intr. en v. med.-pas.
1 aligerarse de peso συντακέντων τῶν ἁλῶν ἐλαφρύνθη al disolverse la sal se aligeró un asno cargado, Babr.111.6.
2 fig. actuar o hablar a la ligera ἰδοὺ ἠλαφρύνθην Aq.Ib.39.34.
Greek Monolingual
(AM ἐλαφρύνω)
1. κάνω κάτι ελαφρό, αλαφραίνω
2. καθιστώ ευκολότερο κάτι
μσν.- νεοελλ.
ανακουφίζω κάποιον από θλίψη, κόπους, δαπάνες.