έντεα

From LSJ
Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2

Greek Monolingual

ἔντεα, τα (σπάν. στον εν. έντος) (Α)
1. πολεμικά όπλα, πανοπλία («οἱ ἔντεα κεῑται ἀρήια», Ομ. Ιλ.)
2. θώρακας
3. σκεύη ή εξαρτήματα α) «ἔντεα ναός», Πίνδ.)
β. «ἔντεα δαιτός»)
4. μουσικά όργανα («σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν γόον», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έντεα στον ενικό απαντά μία μόνο φορά στον Αρχίλοχο. Αν το -τος του έντος (ή το -τυς του έντυς
βλ. εντύνω) θεωρηθεί επίθημα, τότε η λ. είναι δυνατόν να αναχθεί σε ρίζα sen- «ετοιμάζω, εκπονώ, αποπερατώνω», της οποίας η συνεσταλμένη βαθμίδα sn- απαντά στο ανύω και η απαθής στο αυθέντης].