επαγγελία

From LSJ
Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source

Greek Monolingual

η (Α ἐπαγγελία) επαγγέλλομαι
1. υπόσχεση, διαβεβαίωση
2. φρ. «γη της επαγγελίας» — η Χαναάν, η χώρα που υποσχέθηκε ο θεός στους Εβραίους («πίστει παρῴκησεν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν», ΚΔ)
νεοελλ.
φρ. α) «δημόσια επαγγελία» — δημόσια υπόσχεση αμοιβής υπέρ εκείνου που θα εκτελέσει την αντιπαροχή που ορίζει ο επαγγελλόμενος
β) (συνεκδοχικά) «γη της επαγγελίας» — κάθε πλούσια, εύφορη χώρα
αρχ.
1. διαταγή, παραγγελία («παρὰ Λακεδαιμονίων ἔχει τὰ κατὰ τὴν ἐπαγγελίαν, ὕδωρ καὶ γῆν», Πολ.)
2. αγγελία, αναγγελία, είδηση («καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ ἐπαγγελία ἥν ἀκηκόαμεν ἀπ' αὐτοῡ και ἀναγγέλλομεν ὑμῑν», ΚΔ)
3. δήλωση, υπόδειξη
4. το θέμα μιας πραγματείας
5. η διαφημιζόμενη ιδιότητα ενός φαρμάκου
6. δημόσια εξάσκηση επαγγέλματος
7. στον πληθ. αναζήτηση
8. (αττ. δίκ.) επαγγελία (ενν. δοκιμασίας)
κλήση ρήτορα σε απολογία, γιατί δημηγόρησε δημόσια, χωρίς να έχει δικαίωμα
9. (γενικά) κλήση.