επαρχή

From LSJ
Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source

Greek Monolingual

ἐπαρχή, η (Α)
επιγρ.
1. η συνεισφορά χρημάτων στο κοινό ταμείο, όταν κάποιος αναλάμβανε κάποια αρχή, ή προς τον δήμο, κάθε φορά που οι εισπράξεις δεν επαρκούσαν για την αντιμετώπιση τών αναγκών του
2. απαρχή.