ἐπανάκειμαι
From LSJ
English (LSJ)
A to be imposed upon as punishment, τινί X. Cyr.3.3.52. II to be superadded, κακὸν κακῷ -κείμενον Numen. ap.Eus.PE14.8. 2 to be entered as well in a register, Stud.Pal. 1.62.33 (i A.D.).
German (Pape)
[Seite 900] (s. κεῖμαι), darauf gesetzt sein als Strafe, Xen. Cyr. 3, 3, 52.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπανάκειμαι: ἐπίκειμαι, εἶμαι ἐπιτεθειμένος ἐπί τινος, τοῖς δὲ κακοῖς ταπεινός τε καὶ ἀλγεινὸς καὶ ἀβίωτος ὁ αἰὼν ἐπανακείσεται; Ξεν. Κύρ. 3. 3, 52.
French (Bailly abrégé)
être exposé ou réservé à, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἀνάκειμαι.
Greek Monolingual
ἐπανάκειμαι (Α) κείμαι
1. είμαι επιβεβλημένος (ειδ. ως τιμωρία) («τοῑς δὲ κακοῑς ταπεινός τε καὶ ἀλγεινὸς καὶ ἀβίωτος ὁ αἰὼν ἐπανακείσεται;», Ξεν.)
2. είμαι επαυξημένος, πρόσθετος
3. εισάγομαι, καταχωρίζομαι επί πλέον.