ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
ἐπιάλλω (Α)
1. στέλνω («ἐπεὶ δὲ Ζεὺς οὖρον ἴαλλεν»)
2. παρασκευάζω
3. χρησιμοποιώ κάτι εναντίον άλλου («ἐπιαλῶ [τὸ κέντρον] κεντῶν ὑπὸ τὸν πρωκτόν σε», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ιάλλω «στέλνω»].