επιάλλω

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source

Greek Monolingual

ἐπιάλλω (Α)
1. στέλνωἐπεὶ δὲ Ζεὺς οὖρον ἴαλλεν»)
2. παρασκευάζω
3. χρησιμοποιώ κάτι εναντίον άλλου («ἐπιαλῶ [τὸ κέντρον] κεντῶν ὑπὸ τὸν πρωκτόν σε», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ιάλλω «στέλνω»].