ἐπιγνάμπτω

From LSJ
Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

Ζήτει σεαυτῷ σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaerere tuarum rerum auxilium memineris → für deine Pflichten suche einen Partner dir

Menander, Monostichoi, 188
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιγνάμπτω Medium diacritics: ἐπιγνάμπτω Low diacritics: επιγνάμπτω Capitals: ΕΠΙΓΝΑΜΠΤΩ
Transliteration A: epignámptō Transliteration B: epignamptō Transliteration C: epignampto Beta Code: e)pigna/mptw

English (LSJ)

   A curve, bend, ἆξαι ἐπιγνάμψας δόρυ Il.21.178; ἐπεγνάμπτοντο δὲ κῶπαι A.R. 2.591.    II. metaph., bow, bend to one's purpose, ἐπέγναμψεν ἅπαντας Ἥρη λισσομένη Il.2.14; ἐπιγνάμψασα φίλον κῆρ 1.569; ἐπιγνάμπτει νόον ἐσθλῶν 9.514:—Med., Nic.Al.363.

German (Pape)

[Seite 932] ein-, umbiegen, krümmen, δόρυ Il. 21, 178; ἐπεγνάμπτοντο δὲ κῶπαι Ap. Rh. 2, 591; im med., Nic. Al. 363. – Uebtr., herumlenken, umstimmen, ἐπέγναμψεν γὰρ ἅπαντας Ἥρη λισσομένη Il. 2, 14; φίλον κῆρ, das eigene Herz im Zaum halten, mäßigen, 1, 569, Schol. πραΰνουσα; νόον ἐσθλῶν, den Sinn der Edlen lenken, 9, 514; ἦτορ Orph. Vgl. ἐπικνάμπτω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιγνάμπτω: μέλλ. -ψω, κάμπτω, λυγίζω, ἤθελε… ἆξαι ἐπιγνάμψας δόρυ Ἰλ. Φ. 178· ἐπεγνάμπτοντο δὲ κῶπαι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 591. II. μεταφ., κάμπτω, μαλάσσω, καταπραΰνω, ἐπέγναμψεν γὰρ ἅπαντας Ἥρη λισσομένη Ἰλ. Β. 14· ἐπιγνάμψασα φίλον κῆρ Α. 569· ἐπεγνάμπτει νόον ἐσθλῶν Ι. 514 (510).- Καθ’ Ἡσύχιον «ἐπιγνά(μ)ψω· ἐπικλάσω» καὶ «ἐπιγνά(μ)ψασα· ἐπικατακλάσασα. συμπείσασα. στυγνάσασα».- Μεσ., Νικ. Ἀλεξιφ. 363.

French (Bailly abrégé)

courber, plier, fléchir ; fig. faire fléchir la résolution, la volonté (de qqn).
Étymologie: ἐπί, γνάμπτω.

English (Autenrieth)

aor. ἐπέγναμψα: bend over; δόρυ, Il. 21.178; met., bend, ‘change,’ ‘bow’ the will, Il. 2.14, Il. 9.514, Il. 1.569.

Greek Monolingual

ἐπιγνάμπτω (Α)
1. κάμπτω, λυγίζω
2. κάνω κάποιον να λυγίσει, να αλλάξει γνώμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γνάμπτω «κάμπτω»].