επίθημα

From LSJ
Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman

Source

Greek Monolingual

το (Α ἐπίθημα) επιτίθημι
νεοελλ.
(γλωσσολ.) παραγωγική κατάληξη λέξεων
αρχ.
1. καθετί που τοποθετείται πάνω σε κάτι, επομ. κάλυμμα, σκέπασμα, καπάκι
2. επιφάνεια τραπεζιού
3. επιτάφιο μνημείο ή άγαλμα ή παράσταση
4. η αιχμή του δόρατος
5. το επίσημο της ασπίδας, δηλ. το διακριτικό σήμα στην εξωτερική επιφάνεια της ασπίδας
6. ιατρ. επίθεση φαρμάκου.