ἐπιστήθιος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 984] an, auf der Brust, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστήθιος: -ον, (στῆθος) ἐπὶ ἢ παρὰ τὸ στῆθος, ἐπὶ φίλου, οἰκεῖος, προσφιλής, στενός, Δαμασκ. Ι. 1249C (πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. ιγ΄. 25), Θεοφάν.: ― ὡσαύτως ἐπιστηθίδιος, Ε. Μ. 760. 48, 723., 9., 733, 19., 762, 15, κλ.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐπιστήθιος, -ον) στήθος
εγκάρδιος, φιλικός («επιστήθιος φίλος»)
μσν.- νεοελλ.
αυτός που κρέμεται ή φοριέται στο στήθος («επιστήθιος σταυρός»).