επισχερώ
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
Greek Monolingual
ἐπισχερώ (Α)
(ποιητ. επίρρ.)
1. σε μια σειρά, αλλεπάλληλα, ο ένας μετά τον άλλο («ἀκτὴν εἰσανέβαινον ἐπισχερώ», Ομ. Ιλ.)
2. (με χρον. σημ.) διαδοχικά, αμέσως κατόπιν («τρὶς ἐπισχερώ», Σιμων.)
3. σιγά σιγά, βαθμηδόν («ἀπὸ κροτάφων πελόμεσθα πάντες γηραλέοι καὶ ἐπισχερώ ἐς γένυν ἕρπει λευκαίνων ὁ χρόνος», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σχερώ (< σχερός «σε μια σειρά»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ενσχερώ, ισχερώ). Το επίρρ. προέρχεται πιθ. από τη δοτ. εν. του επιθέτου (επί σχερῴ)].