επιτήδευση

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐπιτήδευσις) επιτηδεύω
υπερβολική ακρίβεια, εξεζητημένη συμπεριφορά, προσποιητός, πλαστός τρόποςεπιτήδευση ύφους ή ευγένειας»)
αρχ.-μσν.
επάγγελμα, αφοσίωση σε μια εργασία («τί τὰς λοιπὰς ἐπιτηδεύσεις ἐννοήσομεν;», Πλάτ.)
αρχ.
1. τρόπος διαβιώσεως («διὰ τὴν πᾱσαν ἐς ἀρετὴν νενομισμένην ἐπιτήδευσιν», Θουκ.)
2. φρ. α) «τὸ ἐξ ἐπιτηδεύσεως»
(για ύφος) ψεύτικο, εξεζητημένο, τεχνητό, φτιαχτό
β) «κατ’ ἐπιτήδευσιν» — με ειδική επιμέλεια.