εταιρεία

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source

Greek Monolingual

και εταιρία, η (ΑΜ ἑταιρεία και ἑταιρία, Α ιων. τ. ἑταιρηΐη)
σύλλογος, κοινοπραξία, όμιλος ανθρώπων που αποτελούν σύνδεσμο για κάποιο σκοπό (α. «Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών» β. «Φιλική Εταιρεία»)
νεοελλ.
1. (νομ.) η σύμβαση με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα υποχρεώνονται αμοιβαία για την επιδίωξη κοινού σκοπού, και ιδιαίτερα οικονομικού, με κοινές εισφορές (α. «αστική εταιρεία» β. «εμπορική εταιρεία»)
2. μαθ. φρ. «η μέθοδος της εταιρείας» — ο τρόπος με τον οποίο υπολογίζεται το μερίδιο του κέρδους ή της ζημιάς που αναλογεί σε καθέναν από τους συνεταίρους, ανάλογα με το κεφάλαιο που έχει καταβάλει ο καθένας από αυτούς και τον χρόνο που παρέμεινε στην επιχείρηση
μσν.
(στο Βυζάντιο)
1. σώμα της αυτοκρατορικής φρουράς που αποτελούσαν κυρίως ξένοι
2. σώμα ξένων μισθοφόρων που υπηρετούσαν στον βυζαντινό στρατό
αρχ.
1. φιλική σχέση, φιλία, συντροφιά
2. (στην αρχ. Αθήνα) πολιτικός σύλλογος με φατριαστικούς σκοπούς
3. η πληρωμένη πορνεία, ασελγής, πορνική ζωή
4. (για ζώα) αγέλη («οἱ βόες νέμονται καθ' ἑταιρείας» — τα βόδια βόσκουν σε αγέλες)
5. θρησκευτικός θίασος, σύλλογος.
[ΕΤΥΜΟΛ. εταιρεία < εταιρείος
η γραφή με -ει-, η οποία θεωρείται και ορθότερη, δικαιολογείται από την προέλευση της λ. ως ουσιαστικοποιημένου θηλ. του αρχ. επιθ. εταιρείος. Η γραφή σε -ία προϋποθέτει παραγωγή της λ. από το εταίρος (εταίρος > εταιρία)
πρβλ. κακός > κακία.