εὔειλος

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔειλος Medium diacritics: εὔειλος Low diacritics: εύειλος Capitals: ΕΥΕΙΛΟΣ
Transliteration A: eúeilos Transliteration B: eueilos Transliteration C: eyeilos Beta Code: eu)/eilos

English (LSJ)

ον, (εἵλη)

   A sunny, warm, Ar.Fr.780; χωρία Arist.HA 597b7, Thphr.HP4.1.1, al.

German (Pape)

[Seite 1063] wohl besonnt, χωρία, Arist. H. A. 8, 20; Theophr.; auch Ar. bei Phot., mss. εὔηλος, d. i. εὐήλιος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

εὔειλος: -ον, εὐήλιος, θερμός, Λατ. apricus, πνοαὶ Εὐρ. Φοίν. 674, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 612· χωρία Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 8. 12, 9, Σουΐδ. Φώτ. κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien exposé à la chaleur du soleil.
Étymologie: εὖ, εἵλη.

Greek Monolingual

εὔειλος, -ον (Α)
ευήλιος, προσήλιος, ηλιόλουστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ειλος (< είλη «ηλιακή θερμότητα»), πρβλ. ά-ειλος, πρόσ-ειλος).