ευπετής

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10

Greek Monolingual

εὐπετής, -ές (ΑΜ)
1. (ιδίως για κύβους) αυτός που πέφτει καλά, ευνοϊκά
2. μτφ. (για γεγονότα) ευνοϊκός, ευτυχής
3. (για τον ρυθμό του λόγου) εύστροφος, ευφραδής
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐπετές
η ευστροφία του λόγου
5. εύκολος, ευκολοκατόρθωτος, ευχερής
6. (για ρούχα ή όπλα) αυτός που φέρεται εύκολα, ο ελαφρός
7. (για κρασί) αυτός που προσβάλλεται εύκολα
8. αυτός που γίνεται βιαστικά, εσπευσμένα
9. αυτός που πετά εύκολα, ελαφρά, επιδέξια
10. μτφ. εύκολος στον χαρακτήρα, που ευχαριστείται εύκολα, βολικός, καλόβολος
11. πρόθυμος
12. «εὐπετές ἐστι» — είναι εύκολο.
επίρρ...
εὐπετῶς και -έως (Α)
1. άκοπα, εύκολα
2. ευνοϊκά, με τρόπο ευτυχή
3. άνετα, ευρύχωρα
4. με προθυμία, με ανεκτικότητα
5. πλήρως, αρτίως, εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη ρηματική έκφραση ευ πίπτω «αποβαίνω ευνοϊκά». Στο σύνθετο υπόκειται η ρίζα πετ- του αοριστικού θ. του ρ. (αορ. β' έ-πετ-ον)].