ζωγραφεῖον
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
English (LSJ)
τό,
A painter's studio, Plu.2.471f.
German (Pape)
[Seite 1142] τό, Malerwerkstatt, Plut. tranquill. an. 12.
Greek (Liddell-Scott)
ζωγρᾰφεῖον: τό, ἐργαστήριον ζωγράφου, Πλούτ. 2. 471F.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
atelier de peinture.
Étymologie: ζωγράφος.