ζωντανεύω

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source

Greek Monolingual

ζωντανός
1. επαναφέρω κάποιον στη ζωή, τον αναζωογονώ, τον ξαναζωντανεύω
2. μτφ. περιγράφω ή απεικονίζω κάτι με τόση παραστατικότητα, ώστε ο ακροατής, ο αναγνώστης ή ο θεατής να νομίζει ότι το βλέπει πράγματι να εξελίσσεται μπροστά του
3. επανέρχομαι στη ζωή, ξαναζωντανεύω, αναζωογονούμαι, τονώνομαι.