ζωντανεύω
From LSJ
Greek Monolingual
ζωντανός
1. επαναφέρω κάποιον στη ζωή, τον αναζωογονώ, τον ξαναζωντανεύω
2. μτφ. περιγράφω ή απεικονίζω κάτι με τόση παραστατικότητα, ώστε ο ακροατής, ο αναγνώστης ή ο θεατής να νομίζει ότι το βλέπει πράγματι να εξελίσσεται μπροστά του
3. επανέρχομαι στη ζωή, ξαναζωντανεύω, αναζωογονούμαι, τονώνομαι.