θάημα
From LSJ
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
English (LSJ)
[θᾱ], ατος, τό, Dor. for
A θέαμα (θήημα), αἰπολικὸν θάημα Theoc. 1.56, cf. Aus.Ep.10.33.
German (Pape)
[Seite 1181] τό, dor. = θέαμα, Theocr. 1, 56, Αἰολικόν τι θάημα, wo die Kürze der ersten Sylbe auffällt, weshalb Porson τι auswarf.
Greek (Liddell-Scott)
θάημα: τό, κατὰ τὸν Ahr. γραπτέον θᾶμα = θέαμα, ἐν ἄλλῃ γραφῇ φέρεται θέημα (ἴδε ἔκδ. Meineke καὶ σημ. ἐν σ. 186), Θεόκρ. 1. 56.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
dor. c. θέαμα.