ιστίο

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source

Greek Monolingual

το (ΑΜ ἱστίον)
(υποκορ. του ιστός) το πανί που δένεται κατάλληλα στο κατάρτι πλοίου ώστε να δέχεται τον άνεμο και να τον μετατρέπει σε κινητήρια δύναμη του σκάφους, πανί του καραβιού, άρμενο
αρχ.
ύφασμα, κάλυμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + υποκορ. κατάλ. -ίον (πρβλ. θηκ-ίον, τεκν-ίον). Βλ. κ. ιστός.
ΣΥΝΘ. ιστιοδρομώ, ιστιορράφος
αρχ.
ιστιοκώπη, ιστιόκωπος, ιστιοπετής, ιστιοποιούμαι
μσν.- νεοελλ.
ιστιοφόρος
νεοελλ.
ιστιοδέτης, ιστιοδρομία, ιστιοθέτηση, ιστιοθετώ, ιστιοθήκη, ιστιοκεραία, ιστιοκύτταρο, ιστιόπανο, ιστιοπλοΐα, ιστιοπλόος, ιστιοπλοώ, ιστιοποιείο, ιστιοποιία, ιστιοποιός, ιστιόρραμμα, ιστιορραφίδα, ιστιορραφώ, ιστιόστιγμα, ιστιοτευθίς, ιστιούχος, ιστιοφορία].