καλούπι
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
Greek Monolingual
το (Μ καλούπι[ν])
1. κοίλο στερεό σώμα μέσα στο οποίο χύνονται ρευστά υλικά για να πάρουν ορισμένο σχήμα, τύπος, φόρμα, μήτρα, πρότυπο
2. βοτ. δημώδης ονομασία τών φυτών που κατά παλαιότερη ταξινόμηση ήταν γνωστά ως ερείκη η ωραία και ερείκη η δενδρώδης
3. φρ. μτφ. «δεν μπαίνω σε καλούπι» ή «δεν βάζω σε καλούπι» — δεν δέχομαι ή δεν κάνω υποδείξεις που αποβλέπουν σε έναν σχηματοποιημένο και περιοριστικό τρόπο συμπεριφοράς, σκέψης, έκφρασης κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια από τουρκ. kalip < αραβ. qālib < αρχ. καλόπους (II), καλαπόδιον (βλ. καλαπόδι)].