κανοναρχώ

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Pindar, Pythian, 3.61f.

Greek Monolingual

και καλοναρχώ και καλαναρχώ (Μ κανοναρχῶ και καλαναρχῶ -έω) κανονάρχης
1. εκτελώ το έργο του κανονάρχη, διαβάζω, υπαγορεύω μελωδικά τους εκκλησιαστικούς ύμνους στον ψάλτη
2. μτφ. εισηγούμαι, υποβάλλω, υπαγορεύω σε κάποιον ενέργειες ή τρόπο συμπεριφοράς («όπως του κανοναρχάς ψέλνει» — για ανθρώπους που δεν αναπτύσσουν πρωτοβουλία και υπακούουν τυφλά σε ξένες υπαγορεύσεις)
μσν.
επιβλέπω την ακριβή τέλεση τών ιεροπραξιών σε μονή.