κινάβρα

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῐνάβρα Medium diacritics: κινάβρα Low diacritics: κινάβρα Capitals: ΚΙΝΑΒΡΑ
Transliteration A: kinábra Transliteration B: kinabra Transliteration C: kinavra Beta Code: kina/bra

English (LSJ)

ἡ,

   A rank smell of a he-goat, Luc.Bis Acc.10, Poll.2.77; also of men, Luc.DMar.1.5, al.; also, goatish beard, Id.DMort.10.9: metaph., = κιμβεία, Phot.

German (Pape)

[Seite 1438] ἡ, der Gestank des Bockes, Luc. bis acc. 10; der Geruch des Schweißes unter den Achseln, Eupolis bei Poll. 2, 77; eines schmutzigen Bartes, Luc. D. mort. 10, 9.

Greek (Liddell-Scott)

κῐνάβρα: ἡ, «ἡ ἐν τοῖς τράγοις δυσωδία, ὥσπερ καὶ ἡ ἐν ταῖς μασχάλαις» Πολυδ. Β΄, 77 (κοινῶς κεναύρα)· ὡσαύτως ἐπὶ τῆς πυκνῆς καὶ μεγάλης γενειάδος, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 9· κατὰ τὸ Λεξικὸν Φωτ.: «κινάβρα· μικρολογία· οἱ δὲ τὰ ἀποκαθάρματα· οἱ δὲ τὴν τῆς ἀλώπεκος σόβην»· ― ὁ Ἡσύχ. ἔχει κιναβρεύματα, τά, «κιναβρεύματα· ἀποκαθάρματα ὄζοντα».

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
odeur de bouc ; odeur infecte (des aisselles).
Étymologie: DELG -.

Greek Monolingual

η (Α κινάβρα)
1. η ιδιάζουσα οσμή τών τράγων, τραγίλα
2. (για πρόσ.) η μυρωδιά του ιδρώτα
αρχ.
1. η γενειάδα («ἀνθρωπινώτερος νῡν ἀναπέφηνας άποθέμενος σαυτοῡ τήν κινάβραν», Λουκιαν.)
2. (κατά τον Φώτ.) α) μικρολογία
β) τα περιττώματα
γ) το πυκνό τρίχωμα της αλεπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση με τον τ. κενέβρειος «ψόφιος» παραμένει αμφίβολη].