κοράκι

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

το (ΑM κοράκιον)
ονομασία, κοινή σήμερα, είδους στρουθιόμορφου πτηνού που σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια τών κορακιδών
νεοελλ.
1. μικρός ξύλινος ή και σιδερένιος μοχλός που συγκρατεί κλειστά τα φύλλα πόρτας, ντουλαπιού κ.λπ.
2. μικρό μετάλλινο άγκιστρο για τη σύνδεση δύο αντικειμένων, γάντζος
3. (χλευαστικά) νεκροθάφτης
4. κοινή ονομασία τών δύο ακρότατων τμημάτων τών πλοίων, ιδίως τών ξύλινων ιστιοφόρων και τών λέμβων (α. «κοράκι της πρύμνης» β. κοράκι της πλώρης»)
5. φρ. «πήγαινε στα κοράκια» ή «να σέ φάνε τα κοράκια» — άι στο διάβολο, άντε χάσου
αρχ.
το φυτό ιεράκιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, -κος + υποκορ. κατάλ. -ι(ον), πρβλ. μαχαίρ-ι(ον), πόδ-ι(ον)].