κοπίδα

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν, ἀποθνῄσκει νέος → He whom the gods love dies young → Flore in iuvenili moritu, quem di diligunt → In seiner Jugend stirbt nur, wer den Göttern lieb

Menander, Monostichoi, 425

Greek Monolingual

η (Α κοπίς, -ίδος) κοπή
1. κοπίδι
2. μτφ. καυστικότητα, οξύτητα, δριμύτητα («ὁ δὲ Δημοσθένης... ἀνισταμένου... Φωκίωνος εἰώθει λέγειν, "ἡ τῶν ἐμῶν λόγων κοπὶς πάρεστιν"», Πλούτ.)
αρχ.
1. μεγάλο μαχαίρι ή πέλεκυς, ιδίως του μάγειρα ή του κρεοπώλη
2. κυρτό μαχαίρι
3. (στους Λακεδαιμονίους) συνεστίαση προς τιμήν τών ξένων σε εορταστικές ημέρες.