κοντσέρτο

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85

Greek Monolingual

και κονσέρτο, το
1. εκτέλεση μουσικού έργου μπροστά σε κοινό, συναυλία
2. εκτενής μουσική σύνθεση για ένα ή περισσότερα όργανα σόλο με συνοδεία ορχήστας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. concerto «άμιλλα» (μουσική) < λατ. concertare «διαγωνίζομαι, αμιλλώμαι»].