κρυώνω
From LSJ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
Greek Monolingual
(Μ κρυώνω) κρύος
1. (αμτβ.) αισθάνομαι ψύχος, ριγώ («όλη τη νύχτα κρύωνα»)
2. (αμτβ.) ψύχομαι, υφίσταμαι ψύξη, ψυχραίνομαι («πιες τον καφέ σου, γιατί θα κρυώσει»)
νεοελλ.
1. (μτβ.) καθιστώ κάτι ψυχρό, ψύχω
2. (αμτβ.) κρυολογώ («κρύωσα επειδή βγήκα λουσμένη»)
3. μτφ. δυσαρεστώ, απογοητεύω, αποκαρδιώνω κάποιον («τα λόγια του μέ κρύωσαν»)
4. μτφ. δυσαρεστούμαι με κάποιον («από τότε που της μίλησα μ' αυτόν τον τρόπο κρύωσε μαζί μου»).