κύλα
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
English (LSJ)
ων, τά,
A the parts under the eyes, Hp.Nat.Mul.15; τὰ κ. τοῦ προσώπου ἐξερυθριᾷ ib.9, cf. Mul.1.37; τὰ κ. τῶν ὀφθαλμῶν ὑπόχλωρα Sor.1.44, cf. Hsch., Phot.:—also κυλάδες, αἱ, Eust.1951.18; κυλίς, Poll.2.66; cf. κύλλαβοι, κύλλια, 2 sg., groove above upper eyelid, Ruf.Onom.21. (κῦλον Hdn.Gr.1.378; κοῖλα Suid., freq. as v.l., cf. Sch.Theoc.1.38; but κῠλ- in κυλοιδιάω.)
German (Pape)
[Seite 1528] τά (der singul. nur Poll. 2, 66; die Schreibart κοῖλα gründet sich nur auf die Etymologie von κοῖλος), u. κυλάδες, αἱ, nach den VLL. eigtl. die Vertiefung unter dem Auge, die unteren Augenlider, cilium. Vgl. κυλοιδιάω.
Greek (Liddell-Scott)
κύλα: -ων, τά, «τὰ ὑποκάτω τῶν βλεφάρων κοιλώματα τὰ ὑπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς μῆλα, τὰ ὑπώπια» Ἡσύχ., Σουΐδ., Φώτ.· ὡσαύτως κυλάδες, αἱ, Εὐστ. 1591. 18· καὶ κυλίδες, Πολυδ. Β΄, 66· ― τὰ ὑπεράνω μέρη καλοῦνται ἀνάκυλα ἢ ἐπικυλίδες, Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ. (ἂν καὶ τὰ λεγόμενα ἐκεῖ εἶναι συγκεχυμένα)· ― Ὁ Ἡσύχ. ἔχει καί: κύλλια· ὑπώπια μέλανα. (Πρβλ. Λατ. cilium, καὶ ἴδε ἐν λ. κύω.) ῠ ὡς ἐν τῷ Λατ. cilium, ἴδε κῠλοιδιάω· ὥστε μόνον ἡ ὁμοιότης τῆς σημασίας ἔκαμέ τινας νὰ γράψωσι κοῖλα, Ροῦφ. σ. 24, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 1. 38, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
poche sous les yeux.
Étymologie: DELG apparenté à κοῖλος.