μεταδίδω
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
Greek (Liddell-Scott)
μεταδίδω: μεταδίδωμι, Ψευδο-Μαρκ. Λειτουργ. 307, Κ. Πορφυρογεν. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 241, 4.
Greek Monolingual
(Α μεταδίδωμι, Μ μεταδίδω)
1. δίνω σε κάποιον κάτι δικό μου ή μέρος από κάτι, παρέχω («μετάδος φίλοισι σοῑσι σῆς εὐπραξίας», Ευρ.)
2. πληροφορώ κάποιον για κάτι που άκουσα ή έμαθα, γνωστοποιώ, ανακοινώνω, κοινοποιώ (α. «τα νέα μεταδόθηκαν αστραπιαία στην πόλη»
6. «ο εκφωνητής μεταδίδει το νυχτερινό δελτίο ειδήσεων»)
3. μολύνω κάποιον με νόσημα που έχω, κολλώ κάποιον
νεοελλ.-μσν.
1. (σχετικά με τη θεία μετάληψη) κοινωνώ κάποιον
2. (αμτβ.) κοινωνώ, μεταλαβαίνω
μσν.
μέσ. μεταδίδομαι
(για υγρό) αναμιγνύομαι
μσν.-αρχ.
μεταβιβάζω, παραχωρώ
αρχ.
1. κάνω κάποιον μέτοχο σε κάτι («τὸ ἄλλῳ τῆς γεννητικῆς... δυνάμεως μεταδεδωκός», Πρόκλ.)
2. συσκέπτομαι με κάποιον για κάτι («μεταδοῡναι τοῑς φίλοις ὑπὲρ τῶν προσπεπτωκότων», Πολ.)
3. κοινοποιώ, επιδίδω έγγραφο, υπόμνημα ή σημείωμα.