λάκτισμα

From LSJ
Revision as of 07:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάκτισμα Medium diacritics: λάκτισμα Low diacritics: λάκτισμα Capitals: ΛΑΚΤΙΣΜΑ
Transliteration A: láktisma Transliteration B: laktisma Transliteration C: laktisma Beta Code: la/ktisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A a kick, given or received, S.Ichn.213, Lyc. 835, D.S.4.59, Ael.Tact.19.2; λ. δείπνου . . τιθείς kicking away the table, A.Ag.1601.

German (Pape)

[Seite 9] τό, der Stoß, Schlag mit der Ferse, Lycophr. 835; λακτίσματι τύπτων, D. Sic. 4, 59; übertr., δείπνου, die Schmach des Mahles, Aesch. Ag. 1583. Vgl. λακτίζω.

Greek (Liddell-Scott)

λάκτισμα: τό, «κλωτσ~ιά», Λυκόφρ. 835, Διόδ. 4. 59. 2) τὸ καταλακτίσαι τι, δείπνου τιθεὶς λ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1601.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
coup de talon, ruade;
fig. outrage.
Étymologie: λακτίζω.

Greek Monolingual

το (Α λάκτισμα) λακτίζω
χτύπημα με το πόδι, κλότσημα, κλοτσιά
νεοελλ.
1. (για ζώα, ιδίως για ίππο) απότομο τίναγμα τών πίσω ποδιών, τσίνισμα
2. (για πυροβόλο όπλο) απότομη κίνηση προς τα πίσω κατά την εκπυρσοκρότηση, ανατροχασμός, κλότσημα
3. φρ. (στο ποδόσφαιρο) «εναρκτήριο λάκτισμα» — το πρώτο κλότσημα της μπάλας με την έναρξη του αγώνα.