λαρκαγωγός

From LSJ
Revision as of 07:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαρκαγωγός Medium diacritics: λαρκαγωγός Low diacritics: λαρκαγωγός Capitals: ΛΑΡΚΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: larkagōgós Transliteration B: larkagōgos Transliteration C: larkagogos Beta Code: larkagwgo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A coal-basket carrier, ὄνος E.Fr.283 (troch.).

German (Pape)

[Seite 16] Körbe tragend, ὄνος, Eur. bei Poll. 10, 111.

Greek (Liddell-Scott)

λαρκᾰγωγός: ὁ, ὁ φέρων φορμοὺς ἀνθράκων, ὄνος Εὐρ. Ἀποσπάσμ. 285.

Greek Monolingual

λαρκαγωγός, ὁ (Α)
αυτός που μεταφέρει καλάθι με κάρβουνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάρκος () «κοφίνι για τη μεταφορά ξυλοκάρβουνων» + -αγωγός (< ἄγω), πρβλ. δημ-αγωγός, σιτ-αγωγός].